Μια ακόμα έκφανση της νοσογόνου ή νοσούσας πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα. Ο πίνακας δείχνει το μέγεθος κυκλοφορίας των εφημερίδων με πανελλήνια κυκλοφορία και το μέγεθος του ποσού κρατικής διαφήμισης για κάθε εφημερίδα. Τα συμπεράσματα δικά σας.
27 Ιουν 2009
Νοσογόνος επαγγελματική πολιτική (Tου Χρηστου Γιανναρα- Καθημερινή, 21 Ιουνίου 2009)
Eνδιαφέρει, για λόγους ανθρωπογνωσίας (και όχι μόνο), το πρόβλημα των επιπτώσεων που έχει σήμερα στη νοημοσύνη και στον ψυχισμό ή επαγγελματική απασχόληση με την πολιτική.
Μια επιφυλλίδα δεν νομιμοποιείται (ούτε επαρκεί) να μιλήσει με όρους της ψυχοπαθολογίας, οφείλει να περιοριστεί στη γλώσσα της κοινωνικής παρατήρησης. Θα ήταν, όμως, γόνιμο και ελπιδοφόρο, αν το συγκεκριμένο πρόβλημα προκαλούσε, επιτέλους, διευρυμένη συζήτηση με τη συμμετοχή αρμοδιότερων και οξυδερκέστερων παρατηρητών. Αξίζει τον κόπο να γνωρίζουμε αν οι κρίσιμες αποφάσεις για τη συλλογική μας επιβίωση και αξιοπρέπεια, όπως και για το μέλλον των παιδιών μας, λαμβάνονται από ανθρώπους ψυχικά υγιείς.
Να ασχολείται κανείς σήμερα επαγγελματικά με την πολιτική συνεπάγεται, κατά τεκμήριο, απώλεια επαφής με την πραγματικότητα (όχι αλληγορικά, κυριολεκτικά). Ο επαγγελματίας της πολιτικής ζει καθημερινά και αδιάλειπτα, επί μήνες, χρόνια και δεκαετίες, μια τεταμένη προσπάθεια να παρακάμπτει και να αγνοεί τα λάθη, τις παραλείψεις, τις ατολμίες του. Μιλάει μόνο για τις επιτυχίες και τις προθέσεις του με συγκεχυμένα τα όρια ανάμεσα στις δυο. Αναπόφευκτα οι νοητικές του λειτουργίες αγκυλώνονται προοδευτικά στη μονοτροπία ενός επαγγελματικά επιβεβλημένου ναρκισσισμού. Ατονεί ώς την εξαφάνιση η αυτοκριτική λειτουργία, οι αρνητικές (όχι ευχάριστες) πτυχές της επαγγελματικής του απόδοσης απαλείφονται από το συνειδητό, γίνονται ανύπαρκτες. Ζει, άθελά του, σε μια ψευδαισθητική πραγματικότητα άσφαλτου βίου.
Τα επιφανέστερα παραδείγματα είναι των κομματικών αρχηγών: Βγαίνει ο πρωθυπουργός τη νύχτα της εκλογικής του πανωλεθρίας και την αιτιολογεί με μια και μόνη παραδοχή: ότι τα μέτρα που η κυβέρνησή του έλαβε για να αντιμετωπίσει η χώρα τη διεθνή οικονομική κρίση δεν ήταν επαρκή! Ψέλλισε κάτι και για «ανάρμοστες συμπεριφορές» συνεργατών του. Τίποτε άλλο. Καμιά επίγνωση για τη δική του εξωφρενική ατολμία και αβουλία, για την παροιμιώδη ανικανότητά του να αξιοποιήσει ανθρώπινη ποιότητα στην κυβέρνησή του και στο κόμμα του. Ούτε λέξη για την εκτραχηλισμένη φαυλότητα της κομματικής του καμαρίλας, τον καταιγισμό των σκανδάλων, τις μεθοδεύσεις για αμνήστευση της διαφθοράς. Κανένα από τα αίτια της οργής και της αηδίας των πολιτών που τον εμπιστεύθηκαν δεν έγινε αντιληπτό από τον πρωθυπουργό. Δεν έχει πια την ικανότητα να αντιληφθεί την κοινωνική απόγνωση που γεννάει το ένα και μοναδικό «κατόρθωμά» του: Να καταστήσει σίγουρο αυριανό πρωθυπουργό την πιο μειονεκτική φιγούρα του πολιτικού μπερντέ. Να δίνουν οι δημοσκοπήσεις στον σημερινό αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπεροχή δέκα (10) εκατοστιαίων μονάδων σε προσωπική προτίμηση έναντι του πρωθυπουργού! («Κ» 12.6.2009).
Κορυφαία περίπτωση απώλειας της επαφής με την πραγματικότητα και ο αναχθείς «εκ του μη όντος εις το είναι» αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Γι’ αυτόν ο χρόνος και η μέτρηση του χρόνου άρχισαν από τη στιγμή που η «Νέα Δημοκρατία» έγινε κυβέρνηση. Τα προηγούμενα είκοσι χρόνια της πατρικής πρωθυπουργίας και τα όσα δικής του υπουργίας απαισθητοποιούνται μέσα στον γνόφο μιας «προπτωτικής» αχρονίας. Για τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ το κόμμα του δεν έχει παρελθόν. Δεν υπήρξε η λοιμική του φασιστοειδούς κράτους των «κλαδικών» και των εγκάθετων παντού «πρασινοφρουρών», δεν συντελέστηκε ποτέ το ανήκεστο έγκλημα υπερχρέωσης του κράτους, κατάργησης κάθε αξιοκρατικής ιεραρχίας και κάθε πειθαρχικού ελέγχου, ο ιδεολογικά καταξιωμένος αμοραλισμός του «όλα επιτρέπονται». Δεν διέλυσαν τα σχολειά οι «προοδευτικοί» μηδενιστές και απάτριδες, δεν καταξευτέλισαν τη λογική της ακαδημαϊκής σπουδής και της έρευνας οι συντεχνίες των συμφερόντων στα πανεπιστήμια. Για τον ευσυμπάθητο, θλιβερά ολίγιστο κληρονομικό ηγέτη της σοσιαλεπώνυμης φενάκης όλα τα προβλήματα της χώρας γεννιούνται άμα τη εμφανίσει νεοδημοκρατικής κυβέρνησης. Ακόμα και το ασφαλιστικό και η «διαπλοκή» και η φοροδιαφυγή και η οικιστική ασυδοσία – τα πάντα.
Τη σχιζοφρενική απώλεια επαφής με την πραγματικότητα συνοδεύουν, στην περίπτωση των επαγγελματιών της πολιτικής, πολλά ακόμα συμπτώματα δυσλειτουργίας της νοημοσύνης και του ψυχισμού. Εξειδικευμένες διατριβές κλινικής ψυχοπαθολογίας ή κοινωνικής ανθρωπολογίας από τη σύγχρονη ελλαδική εμπειρία θα ήταν πολύτιμες. Μια επιφυλλίδα τίτλους μόνο και υπαινικτικές επισημάνσεις μπορεί να τολμήσει.
Το ορμέμφυτο αίσθημα της ντροπής είναι πολύτιμο για τη διαμόρφωση και την άμυνα της προσωπικής μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου. Ντρέπομαι σημαίνει: η εικόνα μου στα μάτια των άλλων αρνούμαι να ταυτίζεται με αδιαφοροποίητο άτομο του βιολογικού είδους, να είμαι για τους άλλους μια απρόσωπη μονάδα της φυσικής ομοείδειας των ανθρωποειδών – γι’ αυτό και δεν βγαίνω γυμνός στον δρόμο. Θέλω οι άλλοι, στη σχέση τους μαζί μου, να εντοπίζουν την ετερότητα, τα ανόμοια και ανεπανάληπτα γνωρίσματα της ύπαρξής μου, να με αντιμετωπίζουν όπως μόνον εγώ είμαι.
Ομως, η ντροπή (και η ψυχική υγεία που εκφράζει) είναι κάτι από το οποίο υποχρεώνεται να παραιτηθεί ο επαγγελματίας της πολιτικής σήμερα. Η επαγγελματική δεοντολογία απαγορεύει στον πολιτικό να είναι ο εαυτός του: οφείλει να είναι, δίχως ντροπή, μια άλλη εικόνα, ψεύτικη, κατασκευασμένη από επιδέξιους image makers. Oφείλει να μιλάει, να χειρονομεί, να μορφάζει (επομένως και να σκέπτεται και να αισθάνεται) όχι για να εκφραστεί, αλλά για να προκαλέσει προσχεδιασμένες εντυπώσεις. Συζητάει ή δημηγορεί όχι για τα πράγματα καθεαυτά (προβλήματα, στόχους), αλλά για να κλέψει τις εντυπώσεις, να ξεγελάσει τους ακροατές του με επιδέξια ψεύδη.
Και ο χρόνος εκδικείται: ο εθισμός ετών ή δεκαετιών στην υποχρεωτική αλλοτρίωση, στην παραίτηση από την ντροπή, παγιώνει μια μάσκα ψευτιάς πάνω σε αυτό που ήταν κάποτε το πρόσωπο του επαγγελματία της πολιτικής. Αν διαθέτει σπάνιο ταλέντο ηθοποιού, όπως διέθετε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ξέρει να διαχειρίζεται τη μάσκα τόσο καλά ώστε να εξαπατά έως και τους μετρίως νοήμονες. Αν όμως είναι ατάλαντος ο πολιτικός, τότε η μάσκα κραυγάζει τον πεθαμένο συναισθηματικά εαυτό του, τον ταριχευμένο με κενούς κομπασμούς. ΄Η κραυγάζει η μάσκα την αξιολύπητη μετριότητα, που δεν καταλαβαίνει πόσο αυτοδιασύρεται σε θέσεις ηγετικές, αμείλικτα μεγεθυντικές της φυσικής ανεπάρκειας. ΄Η μπορεί να παγιώνει η μάσκα ένα ευτελές, παντός καιρού χαμόγελο ναρκισσιστικής ξιπασιάς, δήθεν παντοδύναμο όπλο στην εξωτερική πολιτική!..
Η απώλεια επαφής με την πραγματικότητα και η υποκατάσταση της κριτικής σκέψης από τα τεχνήματα παραγωγής εντυπώσεων έχουν και μια πολύ πρακτική συνέπεια: Οι πολιτικοί δεν διαβάζουν εφημερίδες. ΄Η δεν τις καταλαβαίνουν πια. Πάντως, επιδεικτικά τις αγνοούν
Μια επιφυλλίδα δεν νομιμοποιείται (ούτε επαρκεί) να μιλήσει με όρους της ψυχοπαθολογίας, οφείλει να περιοριστεί στη γλώσσα της κοινωνικής παρατήρησης. Θα ήταν, όμως, γόνιμο και ελπιδοφόρο, αν το συγκεκριμένο πρόβλημα προκαλούσε, επιτέλους, διευρυμένη συζήτηση με τη συμμετοχή αρμοδιότερων και οξυδερκέστερων παρατηρητών. Αξίζει τον κόπο να γνωρίζουμε αν οι κρίσιμες αποφάσεις για τη συλλογική μας επιβίωση και αξιοπρέπεια, όπως και για το μέλλον των παιδιών μας, λαμβάνονται από ανθρώπους ψυχικά υγιείς.
Να ασχολείται κανείς σήμερα επαγγελματικά με την πολιτική συνεπάγεται, κατά τεκμήριο, απώλεια επαφής με την πραγματικότητα (όχι αλληγορικά, κυριολεκτικά). Ο επαγγελματίας της πολιτικής ζει καθημερινά και αδιάλειπτα, επί μήνες, χρόνια και δεκαετίες, μια τεταμένη προσπάθεια να παρακάμπτει και να αγνοεί τα λάθη, τις παραλείψεις, τις ατολμίες του. Μιλάει μόνο για τις επιτυχίες και τις προθέσεις του με συγκεχυμένα τα όρια ανάμεσα στις δυο. Αναπόφευκτα οι νοητικές του λειτουργίες αγκυλώνονται προοδευτικά στη μονοτροπία ενός επαγγελματικά επιβεβλημένου ναρκισσισμού. Ατονεί ώς την εξαφάνιση η αυτοκριτική λειτουργία, οι αρνητικές (όχι ευχάριστες) πτυχές της επαγγελματικής του απόδοσης απαλείφονται από το συνειδητό, γίνονται ανύπαρκτες. Ζει, άθελά του, σε μια ψευδαισθητική πραγματικότητα άσφαλτου βίου.
Τα επιφανέστερα παραδείγματα είναι των κομματικών αρχηγών: Βγαίνει ο πρωθυπουργός τη νύχτα της εκλογικής του πανωλεθρίας και την αιτιολογεί με μια και μόνη παραδοχή: ότι τα μέτρα που η κυβέρνησή του έλαβε για να αντιμετωπίσει η χώρα τη διεθνή οικονομική κρίση δεν ήταν επαρκή! Ψέλλισε κάτι και για «ανάρμοστες συμπεριφορές» συνεργατών του. Τίποτε άλλο. Καμιά επίγνωση για τη δική του εξωφρενική ατολμία και αβουλία, για την παροιμιώδη ανικανότητά του να αξιοποιήσει ανθρώπινη ποιότητα στην κυβέρνησή του και στο κόμμα του. Ούτε λέξη για την εκτραχηλισμένη φαυλότητα της κομματικής του καμαρίλας, τον καταιγισμό των σκανδάλων, τις μεθοδεύσεις για αμνήστευση της διαφθοράς. Κανένα από τα αίτια της οργής και της αηδίας των πολιτών που τον εμπιστεύθηκαν δεν έγινε αντιληπτό από τον πρωθυπουργό. Δεν έχει πια την ικανότητα να αντιληφθεί την κοινωνική απόγνωση που γεννάει το ένα και μοναδικό «κατόρθωμά» του: Να καταστήσει σίγουρο αυριανό πρωθυπουργό την πιο μειονεκτική φιγούρα του πολιτικού μπερντέ. Να δίνουν οι δημοσκοπήσεις στον σημερινό αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπεροχή δέκα (10) εκατοστιαίων μονάδων σε προσωπική προτίμηση έναντι του πρωθυπουργού! («Κ» 12.6.2009).
Κορυφαία περίπτωση απώλειας της επαφής με την πραγματικότητα και ο αναχθείς «εκ του μη όντος εις το είναι» αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Γι’ αυτόν ο χρόνος και η μέτρηση του χρόνου άρχισαν από τη στιγμή που η «Νέα Δημοκρατία» έγινε κυβέρνηση. Τα προηγούμενα είκοσι χρόνια της πατρικής πρωθυπουργίας και τα όσα δικής του υπουργίας απαισθητοποιούνται μέσα στον γνόφο μιας «προπτωτικής» αχρονίας. Για τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ το κόμμα του δεν έχει παρελθόν. Δεν υπήρξε η λοιμική του φασιστοειδούς κράτους των «κλαδικών» και των εγκάθετων παντού «πρασινοφρουρών», δεν συντελέστηκε ποτέ το ανήκεστο έγκλημα υπερχρέωσης του κράτους, κατάργησης κάθε αξιοκρατικής ιεραρχίας και κάθε πειθαρχικού ελέγχου, ο ιδεολογικά καταξιωμένος αμοραλισμός του «όλα επιτρέπονται». Δεν διέλυσαν τα σχολειά οι «προοδευτικοί» μηδενιστές και απάτριδες, δεν καταξευτέλισαν τη λογική της ακαδημαϊκής σπουδής και της έρευνας οι συντεχνίες των συμφερόντων στα πανεπιστήμια. Για τον ευσυμπάθητο, θλιβερά ολίγιστο κληρονομικό ηγέτη της σοσιαλεπώνυμης φενάκης όλα τα προβλήματα της χώρας γεννιούνται άμα τη εμφανίσει νεοδημοκρατικής κυβέρνησης. Ακόμα και το ασφαλιστικό και η «διαπλοκή» και η φοροδιαφυγή και η οικιστική ασυδοσία – τα πάντα.
Τη σχιζοφρενική απώλεια επαφής με την πραγματικότητα συνοδεύουν, στην περίπτωση των επαγγελματιών της πολιτικής, πολλά ακόμα συμπτώματα δυσλειτουργίας της νοημοσύνης και του ψυχισμού. Εξειδικευμένες διατριβές κλινικής ψυχοπαθολογίας ή κοινωνικής ανθρωπολογίας από τη σύγχρονη ελλαδική εμπειρία θα ήταν πολύτιμες. Μια επιφυλλίδα τίτλους μόνο και υπαινικτικές επισημάνσεις μπορεί να τολμήσει.
Το ορμέμφυτο αίσθημα της ντροπής είναι πολύτιμο για τη διαμόρφωση και την άμυνα της προσωπικής μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου. Ντρέπομαι σημαίνει: η εικόνα μου στα μάτια των άλλων αρνούμαι να ταυτίζεται με αδιαφοροποίητο άτομο του βιολογικού είδους, να είμαι για τους άλλους μια απρόσωπη μονάδα της φυσικής ομοείδειας των ανθρωποειδών – γι’ αυτό και δεν βγαίνω γυμνός στον δρόμο. Θέλω οι άλλοι, στη σχέση τους μαζί μου, να εντοπίζουν την ετερότητα, τα ανόμοια και ανεπανάληπτα γνωρίσματα της ύπαρξής μου, να με αντιμετωπίζουν όπως μόνον εγώ είμαι.
Ομως, η ντροπή (και η ψυχική υγεία που εκφράζει) είναι κάτι από το οποίο υποχρεώνεται να παραιτηθεί ο επαγγελματίας της πολιτικής σήμερα. Η επαγγελματική δεοντολογία απαγορεύει στον πολιτικό να είναι ο εαυτός του: οφείλει να είναι, δίχως ντροπή, μια άλλη εικόνα, ψεύτικη, κατασκευασμένη από επιδέξιους image makers. Oφείλει να μιλάει, να χειρονομεί, να μορφάζει (επομένως και να σκέπτεται και να αισθάνεται) όχι για να εκφραστεί, αλλά για να προκαλέσει προσχεδιασμένες εντυπώσεις. Συζητάει ή δημηγορεί όχι για τα πράγματα καθεαυτά (προβλήματα, στόχους), αλλά για να κλέψει τις εντυπώσεις, να ξεγελάσει τους ακροατές του με επιδέξια ψεύδη.
Και ο χρόνος εκδικείται: ο εθισμός ετών ή δεκαετιών στην υποχρεωτική αλλοτρίωση, στην παραίτηση από την ντροπή, παγιώνει μια μάσκα ψευτιάς πάνω σε αυτό που ήταν κάποτε το πρόσωπο του επαγγελματία της πολιτικής. Αν διαθέτει σπάνιο ταλέντο ηθοποιού, όπως διέθετε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ξέρει να διαχειρίζεται τη μάσκα τόσο καλά ώστε να εξαπατά έως και τους μετρίως νοήμονες. Αν όμως είναι ατάλαντος ο πολιτικός, τότε η μάσκα κραυγάζει τον πεθαμένο συναισθηματικά εαυτό του, τον ταριχευμένο με κενούς κομπασμούς. ΄Η κραυγάζει η μάσκα την αξιολύπητη μετριότητα, που δεν καταλαβαίνει πόσο αυτοδιασύρεται σε θέσεις ηγετικές, αμείλικτα μεγεθυντικές της φυσικής ανεπάρκειας. ΄Η μπορεί να παγιώνει η μάσκα ένα ευτελές, παντός καιρού χαμόγελο ναρκισσιστικής ξιπασιάς, δήθεν παντοδύναμο όπλο στην εξωτερική πολιτική!..
Η απώλεια επαφής με την πραγματικότητα και η υποκατάσταση της κριτικής σκέψης από τα τεχνήματα παραγωγής εντυπώσεων έχουν και μια πολύ πρακτική συνέπεια: Οι πολιτικοί δεν διαβάζουν εφημερίδες. ΄Η δεν τις καταλαβαίνουν πια. Πάντως, επιδεικτικά τις αγνοούν
12 Ιουν 2009
Περί ήττας της Ευρω-αριστεράς (Κώστας Δροσάτος - Νέα Υόρκη)
Με αφορμή το άρθρο του Λυγερού από την Καθημερινή επισημαίνεται η αφύπνιση ενός παλαιού "γνώριμου" της Ευρώπης, της φοβίας απέναντι στην επερχόμενη μαζική εισροή ξένων εντός της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και με ιδιαίτερα σημαντικές και επώδυνες παραμέτρους. Το ότι η απότομη είσοδος εργατικού, κατά κύριο λόγο, δυναμικού στην αγορά εργασίας της ΕΕ αυξάνει τον ανταγωνισμό και μειώνει την αποζημίωση της εργασίας είναι αυτονόητο. Το ότι η φθηνή εργασία μειώνει επίσης την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος-με εξαίρεση ίσως τα προϊόντα των καθαρά χειρωνακτικών εργασιών- είναι επίσης μία από τις συνέπειες αυτής της κατάστασης.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο, είναι η δημιουργία ετερογενών ομάδων χωρίς συνάφεια μέσα σε μία κοινωνία με την ταυτόχρονη εκδήλωση φαινομένων ρατσισμού. Στη δίνη αυτής της επικίνδυνης κατάστασης συμπαρασύρονται και οι πλέον αξιόλογες μονάδες των μεταναστών οι οποίες έχουν υψηλό νοητικό και εκπαιδευτικό δυναμικό και διακρίνονται εντός της "νέας" τους κοινωνίας, η οποία τους "υποδέχεται" με σκεπτικισμό στην καλύτερη περίπτωση ή με διαδηλώσεις και επεισόδια στη χειρότερη.
Ανάλογα με το βαθμό έντασης της διάθεσης για αρνητική υποδοχή καταγράφονται αντίστοιχα εκλογικά ποσοστά που ταλαντεύονται μεταξύ πολιτικών δυνάμεων με λιγότερο ή περισσότερο ξενοφοβική φρασεολογία.
Αυτό το οποίο χρειάζεται να αντιληφθεί ο κεντρικός πυρήνας διοίκησης της ΕΕ είναι ότι η άνοδος αυτών των πολιτικών παρατάξεων δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί με εξορκισμούς και απαγορεύσεις. Αν η Αυστρία πριν μερικά χρόνια, που εξέλεξε τον Χάιντερ, ήταν εύκολο να αντιμετωπιστεί ως μοναδική εστία επικράτησης τέτοιων πολιτικών ιδεολογιών, η ανάπτυξη πολλών αντίστοιχων πυρήνων σε διάσπαρτα σημεία της ΕΕ δεν είναι καθόλου έυκολο ανακοπεί.
Η όρθωση "τειχών" στα σύνορα δεν είναι πανάκεια αλλά η ΕΕ οφείλει στο όνομα του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών της να αποδείξει ότι μπορεί να φυλάξει τα σύνορά της. Το σημαντικότερο το οποίο όμως οφείλει να πράξει είναι να μην απεμπολήσει τον ανθρωποκεντρικό πυρήνα της κουλτούρας της Ευρώπης. Οι άνθρωποι που περνούν τα σύνορα, σε πολλές περιπτώσεις έχοντας πληρώσει δουλεμπόρους και με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής, είναι άνθρωποι που αναζητούν καλύτερη τύχη και δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή διαβίωση. Πολλοί από αυτούς μπορούν πραγματικά να προσφέρουν στην κοινωνία στην οποία εντάσσονται. Δυστυχώς, ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς δεν μπορούν να απορροφηθούν γιατί δεν χρειάζονται. Χρειάζεται άμεση υιοθέτηση πολιτικών που θα αποτρέψουν την απεγνωσμένη αναζήτηση ευκαιριών από τους λαούς αυτόυς μέσα στην ΕΕ και ταυτόχρονα πολιτικές υποδοχής και ήπιας ενσωμάτωσης της μερίδας των ανθρώπων που χρειάζονται με βάση τις υπάρχουσες ανάγκες στις ήδη οργανωμένες κοινωνίες. Σημαντικό ρόλο σε αυτό μπορεί να έχει η άσκηση οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής που θα οδηγήσει σε συνεργασίες και δημιουργίες ευκαιριών στις χώρες από τις οποίες προέρχονται αυτοί οι άνθρωποι.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο ανθρωπιστικό. Είναι ζήτημα ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής. Τα ακραία επεισόδια που σημειώθηκαν πριν μερικούς μήνες στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού στη Γαλλία δεν αργούν να εμφανιστούν σε περισσότερες από μία χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτες καταστάσεις, οι οποίες σε μια κοινωνία με εγγενή προβλήματα είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες συνθήκες με φαινόμενα που πριν λίγα χρόνια δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε.
Τα ποσοστά των κομμάτων στις εκλογές είναι ένδειξη των ανησυχιών της κοινωνίας. Οι πολιτικοί έχουν ευθύνη αντί να συντηρούν τα προβλήματα που δίνουν λόγο ύπαρξης στις εκάστοτε πολιτικές ιδεολογίες, να δίνουν λύσεις που δημιουργούν αίσθημα ασφάλειας και ευημερίας στους πολίτες.
Γιατί έχασε η ευρωαριστερά (Σταύρος Λυγερός - Καθημερινή, 11 Ιουνίου 2009)
Οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους. Ο μεγάλος χαμένος των εκλογών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι η κεντροαριστερά. Το θεώρημα ότι το πολιτικό κόστος της οικονομικής κρίσης το πληρώνουν τα κυβερνώντα κόμματα ανεξαρτήτως χρώματος, αυτήν τη φορά δεν επιβεβαιώθηκε. Στις πέντε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες έχουμε εκ πρώτης όψεως αντιφατικά αποτελέσματα. Είναι αλήθεια ότι οι Εργατικοί, που κυβερνούν στη Βρετανία, και οι Σοσιαλιστές, που κυβερνούν στην Ισπανία, υπέστησαν βαρύτατη ήττα. Τα κυβερνώντα δεξιά κόμματα στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, όμως, συγκράτησαν τις δυνάμεις τους ή είχαν μικρές απώλειες. Στις ίδες χώρες, οι σοσιαλιστές αντίπαλοί τους υπέστησαν εκλογική καθίζηση.
Οπως συμβαίνει πάντα, έτσι κι αυτήν τη φορά, οι εκλογικές συμπεριφορές διαμορφώθηκαν από πολλούς παράγοντες. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, η οικονομία έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Ούτε και σ’ αυτό το επίπεδο, όμως, η κεντροαριστερά είχε πολιτικό πλεονέκτημα. Η κρίση που πλήττει την καθημερινότητα των πολιτών είναι κρίση αυτού που σχηματικά ονομάστηκε παγκοσμιοποίηση.
Τα κεντροαριστερά κόμματα όχι μόνο την υιοθέτησαν, αλλά και συχνά έγιναν σημαιοφόροι της. Υπερασπίστηκαν ακόμα και φαινόμενα καζινοκαπιταλισμού. Αναφορικά δε με το πρόταγμα της σχετικά δίκαιης διανομής του πλούτου, αυτή έχει προ πολλού εκφυλισθεί σε μία φιλόπτωχη πρακτική. Με αυτήν την έννοια, η αριστερή προεκλογική ρητορική των Σοσιαλιστών ήχησε περισσότερο σαν φθηνή δημαγωγία και λιγότερο σαν ειλικρινής πολιτική πρόθεση.
Εάν στην οικονομία η κεντροαριστερά δεν έχει πλεονέκτημα, σε άλλα κρίσιμα θέματα έχει με δική της ευθύνη περιέλθει σε μειονεκτική θέση.
Για την ακρίβεια, έχει σε μεγάλο βαθμό αφήσει στα χέρια της δεξιάς την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας, τη λήψη μέτρων εναντίον της παράνομης μετανάστευσης και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.
Ολα τα ανωτέρω, όμως, δεν είναι θέματα με δεξιό πρόσημο. Απασχολούν και επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών και ειδικά των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία πληρώνουν πολύ μεγαλύτερο κόστος απ’ όσο τα εύπορα στρώματα. Η εκδήλωση της κρίσης παρόξυνε και διέχυσε την κοινωνική ανασφάλεια, με αποτέλεσμα αυτού του είδους τα προβλήματα να αποκτήσουν ζωτική πολιτική σημασία.
Υιοθετώντας τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα για τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας και δημόσιας ασφάλειας, η κεντροαριστερά κατέστη ανίκανη να προτείνει ρεαλιστικές και αποτελεσματικές λύσεις.
Το γεγονός αυτό την αποξένωσε ακόμα και από λαϊκά στρώματα, που αποτελούσαν παραδοσιακή εκλογική βάση της. Αυτού του είδους η πολιτική αφασία κατ’ αντιδιαστολή προσέδωσε χαρακτήρα πολιτικής στιβαρότητας στις δεξιές κυβερνήσεις και βεβαίως επέτρεψε στη σαφή ακροδεξιά ρητορική να κερδίσει έδαφος, όπως έδειξαν και οι ευρωκάλπες.
Οπως συμβαίνει πάντα, έτσι κι αυτήν τη φορά, οι εκλογικές συμπεριφορές διαμορφώθηκαν από πολλούς παράγοντες. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, η οικονομία έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Ούτε και σ’ αυτό το επίπεδο, όμως, η κεντροαριστερά είχε πολιτικό πλεονέκτημα. Η κρίση που πλήττει την καθημερινότητα των πολιτών είναι κρίση αυτού που σχηματικά ονομάστηκε παγκοσμιοποίηση.
Τα κεντροαριστερά κόμματα όχι μόνο την υιοθέτησαν, αλλά και συχνά έγιναν σημαιοφόροι της. Υπερασπίστηκαν ακόμα και φαινόμενα καζινοκαπιταλισμού. Αναφορικά δε με το πρόταγμα της σχετικά δίκαιης διανομής του πλούτου, αυτή έχει προ πολλού εκφυλισθεί σε μία φιλόπτωχη πρακτική. Με αυτήν την έννοια, η αριστερή προεκλογική ρητορική των Σοσιαλιστών ήχησε περισσότερο σαν φθηνή δημαγωγία και λιγότερο σαν ειλικρινής πολιτική πρόθεση.
Εάν στην οικονομία η κεντροαριστερά δεν έχει πλεονέκτημα, σε άλλα κρίσιμα θέματα έχει με δική της ευθύνη περιέλθει σε μειονεκτική θέση.
Για την ακρίβεια, έχει σε μεγάλο βαθμό αφήσει στα χέρια της δεξιάς την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας, τη λήψη μέτρων εναντίον της παράνομης μετανάστευσης και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.
Ολα τα ανωτέρω, όμως, δεν είναι θέματα με δεξιό πρόσημο. Απασχολούν και επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών και ειδικά των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία πληρώνουν πολύ μεγαλύτερο κόστος απ’ όσο τα εύπορα στρώματα. Η εκδήλωση της κρίσης παρόξυνε και διέχυσε την κοινωνική ανασφάλεια, με αποτέλεσμα αυτού του είδους τα προβλήματα να αποκτήσουν ζωτική πολιτική σημασία.
Υιοθετώντας τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα για τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας και δημόσιας ασφάλειας, η κεντροαριστερά κατέστη ανίκανη να προτείνει ρεαλιστικές και αποτελεσματικές λύσεις.
Το γεγονός αυτό την αποξένωσε ακόμα και από λαϊκά στρώματα, που αποτελούσαν παραδοσιακή εκλογική βάση της. Αυτού του είδους η πολιτική αφασία κατ’ αντιδιαστολή προσέδωσε χαρακτήρα πολιτικής στιβαρότητας στις δεξιές κυβερνήσεις και βεβαίως επέτρεψε στη σαφή ακροδεξιά ρητορική να κερδίσει έδαφος, όπως έδειξαν και οι ευρωκάλπες.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)