21 Δεκ 2009

Να συγκριθούν με έναν Κουμάντο - Αλέξης Παπαχελάς (Καθημερινή, 9 Δεκεμβρίου 2009)

Να συγκριθούν με έναν Κουμάντο

Του Aλεξη Παπαχελα

Μεγαλώσαμε με τον μύθο του καθηγητή με κεφαλαίο Κ που δίδασκε, πέρα από τα μαθήματά του, και γενναιότητα. Οι πιο παλιοί διηγούντο ιστορίες με τον Τσάτσο, που οι φοιτητές του τον κουβάλησαν στην πλάτη έπειτα από μια πατριωτική ομιλία εν μέσω Κατοχής ή τον Σβώλο που μαγνήτιζε το ακροατήριό του. Και βεβαίως μετά είχαμε τον Κουμάντο, τον Καράγιωργα, τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Τι κοινό είχαν αυτοί οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι; Πως δεν φοβούνταν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους και να κάνουν αντίσταση όταν το κόστος ήταν οδυνηρά μεγάλο γι’ αυτούς. Οι πιο πρόσφατοι ήρωές μας είχαν όμως και ένα ακόμη χαρακτηριστικό: ήταν ταυτόχρονα οι πιο σκληροί και αυστηροί κριτές της εξουσίας όταν παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματα οιουδήποτε, αλλά και οι πιο σκληροί πολέμιοι της αυθαιρεσίας και της βίας η οποία καλύπτεται υπό τον μανδύα της δήθεν αμφισβήτησης.

Το ελληνικό πανεπιστήμιο πήρε δυστυχώς τον κατήφορο ύστερα από τον μοιραίο νόμο πλαίσιο που είχε συνταχθεί με τις καλύτερες των προθέσεων, αλλά κατέληξε σε ένα άρρωστο σύστημα διαπλοκής μεταξύ καθηγητών - κομμάτων και φοιτητοπατέρων. Ο πρύτανης είχε ανάγκη τα κόμματα για να εκλεγεί, ο φοιτητής τον φοιτητοπατέρα για να περάσει κανένα μάθημα, ο καθηγητής φοβόταν τον φοιτητοπατέρα για να μη φάει ξύλο και ο φαύλος κύκλος της μετριότητος συνεχιζόταν για πολλά χρόνια. Στον πάτο του κατήφορου είχαμε το φαινόμενο των μικρών μαφιών που διοικούσαν τμήματα του πανεπιστημίου, έκαναν τις «δουλειές» τους και φέρονταν στο πανεπιστήμιο σαν να είναι ο σταύλος του σπιτιού τους.

Τη θέση των καθηγητών με κεφαλαίο Κ έπαιρναν πολλές φορές «ανθρωπάκια» που φοβούνταν τον ίσκιο τους και όλη τους η ενέργεια ξοδευόταν σε μια συνεχή συνδιαλλαγή με φοιτητικές παρατάξεις, συμμορίες βίας κ.λπ. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή και τα βλέπουμε κάθε τόσο στις οθόνες μας.

Πολλοί όμως πολίτες που πονάνε το δημόσιο πανεπιστήμιο και τον ιδρώτα του ελληνικού λαού (που πληρώνει κάθε χρόνο από την τσέπη του το 12% των πανεπιστημιακών δαπανών για την αποκατάσταση ζημιών) έχουν αποφασίσει πως «ώς εκεί και μη παρέκει». Θέλουν τα αυτονόητα: πανεπιστήμια που φυλάσσονται από δικούς τους φύλακες απ’ όσους θέλουν να τα σπάσουν, ελεύθερη διακίνηση ιδεών, αλλά όχι ουσιών ή εύφλεκτων υλών, πανεπιστημιακό άσυλο που προστατεύει τους πάντες απέναντι στην αυθαιρεσία τόσο του κράτους όσο και διαφόρων συμμοριών. Δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση και θα έχει μεγάλο κόστος γι’ αυτούς που θα μπουν μπροστά. Από την άλλη, όμως, η χώρα έφτασε εδώ που έφτασε από τα πολλά βολεμένα «ανθρωπάκια» που έφτασαν χωρίς να το καταλάβουν ή να το αξίζουν στην κορυφή. Καιρός να αναδειχθούν, ειδικά από τα πανεπιστήμια, εκείνοι που αξίζουν να συγκριθούν με έναν Σβώλο, έναν Κουμάντο, έναν Καράγιωργα..

13 Δεκ 2009

Νέα συζήτηση επί της νομοθεσίας περί του ακαδημαϊκού ασύλου (Κώστας Δροσάτος - Νέα Υόρκη)

Με αφορμή τα πρόσφατα -πολλάκις επαναληφθέντα- επεισόδια που ατυχώς συνόδευσαν τις εκδηλώσεις στη μνήμη του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ο οποίος σκοτώθηκε από αστυνομικό πριν από 1 χρόνο, επανήλθε η συζήτηση επί της σημασίας διατήρησης ή της αναγκαιότητας κατάργησης του θεσμού του ασύλου.
Η συζήτηση αυτή έχει καταστεί επίκαιρη με σχεδόν αδιάλειπτη συνέχεια τα τελευταία 15 χρόνια. Τα επιχειρήματα υπέρ της μίας -διατήρησης- ή της άλλης -κατάργησης- άποψης είναι πολλά και βάσιμα.
Αναμφίβολα, μια δημοκρατική κοινωνία ουδόλως χρήζει ανάγκης οποιασδήποτε ασυλίας εντός του ιδεολογικού και λειτουργικού ζωτικού της χώρου, εφόσον λειτουργεί ορθώς. Το δεδομένο αυτό ,το οποίο συνάδει με την κοινή λογική, τροφοδοτεί την επιχειρηματολογία όσων θεωρούν ανώφελη τη διατήρησή του.

Οι εκάστοτε, έστω και σπάνιες, αποκλίσεις από την ορθή λειτουργία της δημοκρατίας και η ανάγκη ύπαρξης θεσμικού αποθέματος, το οποίο συνεισφέρει στη σημειολογική προάσπίση αυτονόητων αρχών της δημοκρατίας αποτελούν τη βάση της επιχειρηματολογίας όσων διάκεινται υπέρ της διατήρησής του.
Το ερώτημα που εγείρεται αφορά στη δυναμική της αποτελεσματικότητας της κατάργησής του πανεπιστημιακού ασύλου ως προς τον περιορισμό ενδοπανεπιστημιακών βανδαλισμών και βίαιων εκδηλώσεων που έχουν πλέον παγιωθεί ως περιοδικά επαναλαμβανόμενα φαινόμενα της καθημερινής πραγματικότητας στην Ελλάδα.
Τα προβλήματα που ανακύπτουν από αυτού του είδους την προσέγγιση, κατά τη γνώμη μου, γεννώνται από την προσέγγιση αυτή καθ' εαυτή. Το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί μέσο προστασίας της ελεύθερης έκφρασης όλων των πνευματικών και ιδεολογικών ρευμάτων, ενδεχομένως ακόμα και αυτών που ασκούν κριτική σστη δημοκρατία. Επιπρόσθετα, προασπίζει το δικαίωμα των πανεπιστημιακών αρχών να διοικούν ελεύθερα και χωρίς παρεμβάσεις τα πανεπιστήμια στο πλαίσιο του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας. Συνάμα, περιφρουρεί το δικαίωμα των μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού να ερευνούν, να διδάσκουν και να διατυπώνουν επιστημονικές απόψεις ελεύθερα και χωρίς παρεμβάσεις αλλά και το δικαίωμα των φοιτητών να σπουδάζουν, να συζητούν, να αμφισβητούν και να τεκμηριώνουν τις επιστημονικές απόψεις τους ελεύθερα και χωρίς παρεμβάσεις. Τέλος τονίζει την υποχρέωση όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας να διασφαλίζουν και να διαφυλάττουν ως κόριν οφθαλμού τις ακαδημαϊκές αξίες και την αδιάλειπτη λειτουργία του πανεπιστημίου και να προστατεύουν τη δημόσια περιουσία, η οποία ανήκει σε αυτό. Είναι προφανές από το πλαίσιο που εύστοχα προσδιορίζει παραπάνω ο πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης, Δρ. Ι. Γρυσπολάκης, ότι το άσυλο δεν παρέχει προστασία σε έκνομες πράξεις και βιαιότητες. Αντίθετα έχει πολλάκις καταπατηθεί από τους κατ' επίφασιν υποστηρικτές του, οι οποίοι ουκ ολίγες φορές έχουν αποκλείσει, μέσω καταλήψεων, την ελεύθερη πρόσβαση, εργασία, μελέτη και ανταλλαγή απόψεων φοιτητών και καθηγητών των πανεπιστημίων.
Είναι απατηλή ψευδαίσθηση η καθεστηκυΐα νοοτροπία ότι το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί αδιαπέραστη "ασπίδα" των παρανομούντων στοιχείων έναντι της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Αυτή η νοοτροπία έχει έντεχνα υποβληθεί στην ελληνική κοινωνία. Αντίθετα, η υπάρχουσα νομοθεσία επιτρέπει στην αστυνομία να επέμβει εντός των ορίων του πανεπιστημίου χωρίς την πρόσκληση πρύτανη ή εισαγγελέα, όποτε εκτελούνται αξιόποινες πράξεις. Αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ παρά την καταφανή εκτέλεση τέτοιων πράξεων.
Η μη εφαρμογή νόμου, σε οποιαδήποτε δημοκρατία, αποτελεί ποινικά κολάσιμη πράξη. Στην Ελλάδα δεν έχει τιμωρηθεί ποτέ κανένα όργανο της εκτελεστικής εξουσίας για την άρνηση ή την αδυναμία εκτέλεσης του νόμου, ο οποίος προβλέπει τις ενέργειες για την αποτροπή επίδοξων καταχραστών της ελευθερίας του πανεπιστημιακού ασύλου.

Ιδιαίτερης αξίας είναι οι δηλώσεις του προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, κ. Μπάγια,που φιλοξενούνται στην εφημερίδα Καθημερινή και οι οποίες αποσαφηνίζουν τα περί της νομοθεσίας του ασύλου ισχύοντα: "Ο ισχύων νόμος είναι επαρκής. Δεν απαιτείται νέος νόμος. Αρκεί ο νόμος να εφαρμόζεται και εκείνοι, αυτό τονίζει, που έχουν την ευθύνη να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Είτε πρόκειται για τις πρυτανικές αρχές, είτε πρόκειται για τις αστυνομικές δυνάμεις".
Είναι πέραν πάσης αμφισβητήσεως η ακραία εκτροπή των εντός των πανεπιστημίων διαδραματιζόμενων γεγονότων, από τον νοηματικό και ιδεολογικό άξονα ελευθεριών, ο οποίος ορίζεται από τις έννοιες της ακαδημαϊκής ελευθερίας και του πανεπιστημιακού ασύλου.
Η κατάργηση του νόμου περί ασύλου το μόνο που, κατά τη γνώμη μου, θα επιτύχει θα είναι η υιοθέτηση ενός ακόμη "αγωνιστικού" συνθήματος από τους νυν καταχραστές του και η εντατικοποίηση των εκδηλώσεων βίας και ακύρωσης της ομαλής λειτουργίας των πανεπιστημιακών μονάδων, μέσω καταλήψεων, απεργιών και διαδηλώσεων.
Η πιστή εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας και η τιμωρία όσων την καταπατούν ή ευθύνονται για τη μη εφαρμογή της οφείλει να αποτελέσει την πεμπτουσία των διεκδικήσεων των υγιών δυνάμεων της κοινωνίας. Άλλωστε, η μη εφαρμογή του υπάρχοντος νόμου από την εκτελεστική εξουσία καθιστά επισφαλή τη δυνατότητα εφαρμογής ενδεχόμενου νέου νόμου που θα αντικαταστήσει τον υπάρχοντα.