17 Νοε 2010

Η κοινωνία πρέπει να έχει λόγο στα ΑΕΙ (Του Αχιλλεα Γραβανη*)

Οπως συμβαίνει διεθνώς, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ) παίζουν κεντρικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και της οικονομίας, με την παραγωγή νέας γνώσης και καινοτομίας για τη στήριξη βιώσιμης και ανταγωνιστικής ανάπτυξης, αλλά και τη μόρφωση και εκπαίδευση ικανών επιστημόνων και συνειδητοποιημένων για την αποστολή τους πολιτών. Το μέγεθος της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που βιώνει η χώρα μας αυξάνει τις ευθύνες των ελληνικών ΑΕΙ για ουσιαστική συνεισφορά για την έξοδο από τη κρίση.

Είναι όμως σε θέση σήμερα τα ΑΕΙ μας να ανταποκριθούν αποτελεσματικά σε αυτή τους την αποστολή; Ποια είναι η εικόνα που εκπέμπει η λειτουργία τους προς τη δοκιμαζόμενη κοινωνία; Μπορεί η ελληνική κοινωνία να στηριχθεί για την έξοδο από την πολύπλευρη κρίση στα σημερινά ΑΕΙ, όταν βλέπει τα εγγενή της προβλήματα να αναπαράγονται στον υπερθετικό βαθμό μέσα σε αυτά (ακαδημαϊκή και οικονομική διαπλοκή στην εκλογή των διοικητικών αρχών, αδιαφάνεια και εσωστρέφεια για την υποστήριξη μικροσυντεχνιακών συμφερόντων, αναξιοκρατία, οικογενειοκρατία, βίαιη επιβολή της άποψης μειοψηφιών και ουσιαστική κατάλυση του ασύλου, ατιμωρησία και καταστροφές της δημόσιας πανεπιστημιακής περιουσίας); Μήπως όλα τα παραπάνω είναι υπερβολές των μέσων ενημέρωσης ή κακόβουλες αιτιάσεις; Μήπως δεν τα ζούμε όσοι εργαζόμαστε στο πανεπιστήμιο; Και δεν έχουν ευθύνη γι’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση οι διοικήσεις των ΑΕΙ;

Σοκάρει η άκριτη απόρριψη των πρόσφατων μεταρρυθμιστικών προτάσεων για τον εκσυγχρονισμό της ανώτατης παιδείας και η συντηρητική, φοβική, νομικίστικη στάση πολλών πρυτάνεων και μελών των Συγκλήτων. Απορρίπτουν όψιμα την προσπάθεια για δημόσιο διάλογο για τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση των ΑΕΙ. Μήπως για να διασφαλίσουν τα οφίτσια και τις πολύπλευρες εξουσίες τους κρύβονται πίσω από «συνταγματικά» ή νομικίστικα επιχειρήματα, υπερασπιζόμενοι ένα αποτυχημένο, αναποτελεσματικό και σε πολλές περιπτώσεις απόλυτα διεφθαρμένο σύστημα διοίκησης; Στερούν όμως έτσι από τη χώρα τη δυνατότητα για ουσιαστικές αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση και προσαρμογής της στα διεθνή πρότυπα, που θα τη μετέτρεπε σε μοχλό ανάπτυξης και εξόδου από την κρίση.

Χαρακτηρίζεται ως αντισυνταγματική η συμμετοχή στη διοίκηση των ΑΕΙ προσωπικοτήτων της κοινωνίας, διότι αντίκειται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοτελή τους λειτουργία. Το επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας στερείται σοβαρότητας όταν είναι ήδη γνωστή η πρόταση ότι όλα τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης θα εκλέγονται από τα μέλη του που προέρχονται από την ακαδημαϊκή κοινότητα, τα οποία θα έχουν και την πλειοψηφία. Σε τι θα ήταν άραγε προβληματική η συμμετοχή στη διοίκηση του Πανεπιστημίου Αθηνών προσωπικοτήτων από τον χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών ή των κοινωφελών και πνευματικών ιδρυμάτων, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Αργύρης Ευστρατιάδης, Σώτη Τριανταφύλλου ή Δημήτρης Βλαστός; Σε τι θα ήταν πρόβλημα η συμμετοχή πετυχημένων Ελλήνων επιχειρηματιών που θα αποφάσιζαν να κάνουν σημαντικές δωρεές στο ελληνικό πανεπιστήμιο (το κάνουν ήδη σε διεθνή ακαδημαϊκά ιδρύματα) και μάλιστα σε μια περίοδο απόλυτης οικονομικής δυσπραγίας του ελληνικού Δημοσίου; Μου έρχεται στον νου ο Σπύρος Λάτσης και οι πολλών εκατομμυρίων δωρεές του στο London School of Economics και σε πολλά άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Και επιτέλους δεν πρέπει το δημόσιο πανεπιστήμιο να υπόκειται σε κοινωνικό έλεγχο, όταν ζητεί να χρηματοδοτείται σχεδόν αποκλειστικά από τον Ελληνα φορολογούμενο; Η συμμετοχή προσωπικοτήτων από την κοινωνία στη διοίκηση των πανεπιστημίων είναι ευρύτατα διαδεδομένη διεθνής πρακτική, ιδιαίτερα στα πιο πετυχημένα και σημαντικότερα ΑΕΙ της Ευρώπης και της Αμερικής. Γιατί λοιπόν αρνούνται οι διοικήσεις των ελληνικών ΑΕΙ την εφαρμογή και στη χώρα μας αυτής της πρακτικής; Θεωρούν ότι η ελληνική κοινωνία δεν διαθέτει έντιμους, ευφυείς και με διάθεση κοινωνικής προσφοράς ανθρώπους κύρους ή ότι όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά είναι αποκλειστικότητα των ακαδημαϊκών; Είναι ευτυχείς με τη μέχρι τώρα εμπειρία εφαρμογής του «πούρου ακαδημαϊκά ελληνικού» συστήματος διοίκησης των ΑΕΙ, το οποίο καθορίζεται κατά 40% από τη λιγότερο έμπειρη ακαδημαϊκή ομάδα, τους φοιτητές, άλλη μία ελληνική παγκόσμια πρωτοτυπία!

* Ο κ. Αχιλλέας Γραβάνης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης

7 Νοε 2010

Ελληνικά πανεπιστήμια: η νέα Ολυμπιακή; (Kαθημερινή - 7 Νοεμβρίου 2010)

Tου Kevin Featherstone*

Λόγω της παρακαταθήκης που άφησε το φοιτητικό κίνημα στον αντιδικτατορικό αγώνα, το πανεπιστήμιο καταλαμβάνει μία εξαιρετική θέση στην ελληνική κουλτούρα, η οποία εκτείνεται πολύ πέρα από τον επιμορφωτικό του ρόλο, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Πολλοί από εκείνους που βρίσκονται μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα επιθυμούν να διατηρήσουν αυτήν την ιδιαιτερότητα: στην ουσία, απαιτούν να απολαμβάνουν ασυλία από την υπόλοιπη κοινωνία. «Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε στους ξένους το αγαπημένο μας σύστημα», υποστηρίζουν. «Οσοι είναι έξω από αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν, δεν συμμερίζονται τις αξίες μας».

Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος έχει αλλάξει. Ολοι οι δείκτες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν είναι αποτελεσματικό. Ολο και περισσότεροι γονείς που έχουν την οικονομική δυνατότητα αποφασίζουν να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό, ενώ όλο και περισσότεροι Ελληνες ακαδημαϊκοί επιλέγουν να διδάξουν στο εξωτερικό, επίσης. Η υπόλοιπη κοινωνία δεν συμμερίζεται την αντίληψη των εκπροσώπων του συστήματος ότι τα πανεπιστήμια της χώρας οφείλουν να διατηρήσουν την ιδιαιτερότητά τους. Εξάλλου, είναι χαρακτηριστικό ότι οι ελληνικές οικογένειες πληρώνουν στον ιδιωτικό τομέα περισσότερα από όλες τις άλλες ευρωπαϊκές για την εκπαίδευση των παιδιών τους.

Μέχρι σήμερα, δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν Ελληνα πανεπιστημιακό που να υποστηρίζει ότι το μοναδικό πρόβλημα είναι η υποχρηματοδότηση του συστήματος από το κράτος. Οι ηγεσίες των πανεπιστημίων υπονομεύουν το έργο τους, λόγω της εσωτερικής πολιτικοποίησης στην οποία τους σπρώχνουν οι κομματικές νεολαίες. Ο πύργος της εξουσίας τους είναι χτισμένος στην άμμο: δεν μπορούν καν να αποτρέψουν τους βανδαλισμούς και τις κλοπές στον χώρο του πανεπιστημίου, πόσω μάλλον να ενθαρρύνουν την ακαδημαϊκή προκοπή. Στο παρελθόν, το υπουργείο Παιδείας προσπάθησε να διορθώσει αυτήν την αδυναμία ενισχύοντας τον έλεγχο που ασκεί στο σύστημα, με αποτέλεσμα όμως να επιδεινώσει την αναποτελεσματικότητα και να συνθλίψει τη διάθεση για καινοτομία.

Η υπόθεση μου θυμίζει σε πολλές όψεις της την παλιά Ολυμπιακή Αεροπορία. Και εκείνη θεωρούνταν «πέραν των ορίων» της μεταρρύθμισης. Οι διοικήσεις της δεν μπορούσαν να διοικήσουν, λόγω των πελατειακών σχέσεων και των υπουργικών παρεμβάσεων. Η διαχείριση των πόρων ήταν αστεία και ακόμη και σήμερα κανείς δεν ξέρει τι να κάνει με το πλεονάζον προσωπικό από εκείνη την εταιρεία.

Οι προτάσεις της κυβέρνησης, λοιπόν, για τη μεταρρύθμιση της ανώτατης παιδείας αξίζουν σοβαρής μελέτης, καθώς ανοίγουν προς συζήτηση μείζονα ζητήματα. Υποστηρίζω με θέρμη την πρόταση να επιλέγουν μόνοι τους οι ακαδημαϊκοί τα θέματα που θα διδάξουν και το πρόγραμμα διδασκαλίας. Ως εκπαιδευμένοι ειδικοί, αξίζουν να έχουν και την αυτονομία τους. Με το προνόμιο της αυτονομίας, όμως, έρχεται και η ευθύνη της λογοδοσίας στην υπόλοιπη κοινωνία. Η ιδέα της σύστασης «διοικητικών συμβουλίων» με μέλη και ειδικούς από την ευρύτερη κοινωνία είναι επομένως σωστή. Οι προτάσεις αυτές αντανακλούν την πραγματικότητα που συναντά κανείς στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου: τα πανεπιστήμια δηλαδή όπου τόσο πολλοί Ελληνες πηγαίνουν για να σπουδάσουν. Εχοντας περάσει πάνω από 30 χρόνια σε αυτά τα συστήματα, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι ουδέποτε ένιωσα να απειλούμαι ως ακαδημαϊκός από τα συμβούλια, στα οποία συμμετέχουν και άνθρωποι που δεν είναι καθηγητές. Εξάλλου, ποτέ δεν ένιωσα ότι οι πανεπιστημιακοί είναι οι μοναδικοί με γνώσεις επάνω σε θέματα στρατηγικού σχδιασμού, διαχείρισης οικονομικών θεμάτων και ανάπτυξης.

Τα ελληνικά πανεπιστήμια όμως χρειάζονται και άλλες αλλαγές. Ως πανεπιστημιακός στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπόκειμαι σε αξιολόγηση για τη διδασκαλία μου, ενώ υποχρεούμαι να μετεκπαιδευόμαι συνεχώς, ούτως ώστε να είμαι αρκούντως αποτελεσματικός στην άσκηση των καθηκόντων μου. Την ίδια στιγμή, η ποιότητα της έρευνάς μου επίσης αξιολογείται και από τα αποτελέσματα αυτής της αξιολόγησης εξαρτάται το πόσα χρήματα θα πάρει το πανεπιστήμιό μου από το κράτος. Δέχομαι να με αξιολογούν, ως αντάλλαγμα για το προνόμιο μιας μόνιμης θέσης. Δυστυχώς, οι πρωτοβουλίες που έχει πάρει και προς αυτήν την κατεύθυνση η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι ανεπαρκείς.

Στον σημερινό κόσμο δεν έχουμε την πολυτέλεια να διατηρούμε αποκλεισμένα πανεπιστημιακά συστήματα. Η διαδικασία πρόσληψης και προαγωγής του προσωπικού τους πρέπει να ανοίξει, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται με παγκοσμίως αποδεκτά κριτήρια. Στην Κοπεγχάγη μιλούν συχνά για τον κίνδυνο να είναι κάποιος «παγκοσμίως διάσημος στη Δανία», έκφραση που αναφέρεται στους τοπικούς αστέρες, των οποίων η ποιότητα δεν αποδεικνύεται αλλά θεωρείται δεδομένη. Και σε αυτήν την περίπτωση, τα αμερικανικά και τα βρετανικά πανεπιστήμια προσλαμβάνουν και προάγουν, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνώς παραδεδεγμένα κριτήρια. Η ενίσχυση της ποιότητας των σπουδών εξαρτάται επίσης από τον ανταγωνισμό. Οι πόροι που διατίθενται για την έρευνα πρέπει να διανέμονται μέσω ενός ανοικτού αξιοκρατικού συστήματος.

Υπάρχουν πολλοί Ελληνες πανεπιστημιακοί που θαυμάζω. Αλλά τα πανεπιστήμια δεν είναι κτήμα ούτε των καθηγητών ούτε των φοιτητών. Οι οικογένειες, οι φορολογούμενοι, η οικονομία και η κοινωνία έχουν επίσης έννομο συμφέρον στο πώς διοικούνται. Ο νέος διάλογος που ξεκίνησε για τη μεταρρύθμιση της Ανώτατης Παιδείας δεν μπορεί να τορπιλιστεί από τους φοιτητές που διαμαρτύρονται ή από τους πρυτάνεις που αρνούνται να συζητήσουν. Οι ενέργειές τους τους χαρίζουν δημοσιότητα στα μίντια, αλλά είναι βλαπτικές προς το εθνικό συμφέρον.

* Ο κ. Kevin Featherstone είναι καθηγητής στο London School of Economics, όπου διευθύνει το Ελληνικό Παρατηρητήριο, και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Τεχνολογίας της Ελλάδας.