11 Μαρ 2011

"Ζητώ συγγνώμη ως πολίτης" (Τάσος Φούντογλου)

Τις τελευταίες ημέρες ομολογώ ότι η οργή έχει κάπως καταλαγιάσει μέσα μου. Έχασε εκείνη την πρώτη της ορμή, καθώς μου ανακοίνωναν οι κυβερνώντες μου ότι ζω σε μια χώρα υπό πτώχευση. Ότι όλα αυτά τα χρόνια έχτιζα την προσωπική μου διαδρομή, σε τούτη την μικρή κώχη του κόσμου, πάνω σε αρρωστιάρικα θεμέλια και ανεύθυνες φλυαρίες.

Στην πορεία απώλεσε και την όποια ορμή της έδιναν τα τηλεοπτικά παραληρήματα των κατεξοχήν υπεύθυνων αυτής της κρίσης, καθώς και τα υπουργικά διαγγέλματα των μωρών παρθένων του συστήματος για τους απανταχού κοπρίτες.

Τώρα, λοιπόν, που ηρέμησα μπορώ και εγώ, ως ένας απλός πολίτης αυτής της χώρας, να ψελλίσω επιτέλους ένα συγγνώμη. Συγγνώμη, για όλα αυτά τα χρόνια που αντιμετώπιζα τις εκλογές σαν μια ακόμα ευκαιρία για καφέ και ευτελή συζήτηση περί ανέμων και υδάτων. Που σταύρωνα στο ψηφοδέλτιο όλες τις ανασφάλειες και τις αδυναμίες του εγώ μου, επιλέγοντας κάθε φορά όσους έστεκαν ένα σκαλοπάτι κάτω από εμένα, γιατί οι από πάνω με εκνεύριζαν που ήσαν τέτοιοι. Ικανοί και άξιοι.

Βαριόμουν, όμως, αφάνταστα να συνομιλώ κάθε φορά μαζί τους γιατί μου ‘λεγαν πράματα ακατάληπτα, πρωτόγνωρα για μένα. Και το διάβασμα εξωσχολικών βιβλίων δεν ήτανε ποτέ το φόρτε μου. Τον μέτριο, εξάλλου, τον κουλαντρίζεις με ευκολία μεγαλύτερη. Σηκώνεις, άμα λάχει, και το τηλέφωνο και του ζητάς ότι σου κατέβει στο κεφάλι. «Όχι» δεν θα πει αυτός. Γνωρίζει ότι μόνο με τα «ναι» και τα «χαμόγελα» μπορεί την καριέρα του να στήσει.

Συγγνώμη, για όλα αυτά τα χρόνια που έβλεπα την πολιτική ως μέσο συμμαζέματος της σκόρπιας της ζωής μου. Μαλθακός και τεμπελάκος ήμουν, όσο και ο μέσος όρος. Ούτε δράμι παραπάνω. Αυτό το υπογράφω. Αλλά έλα που οι συνετοί παλιότεροι, μου έμαθαν το βύσμα και το προσωπικό το μέσον.

Στο πανεπιστήμιο είχα την πρώτη «συνάντηση» μαζί τους. Τότε που οι κολλητοί των παρατάξεων, φίλοι μου δεν αντιλέγω, αβρόχοις ποσί εξασφάλιζαν τα πενταράκια» τους και μόλις έπαιρναν το πολυπόθητο πτυχίο, βουρ για το αγορασμένο μεταπτυχιακό, το πληρωμένο από τις τύψεις του υπόχρεου σε αυτούς καθηγητή τους. Αλλά και στον στρατό, τα ίδια και απαράλλαχτα, με τη «σειρά» μου να παίρνει μετάθεση στην πόλη του, γιατί το μέσο μου δεν άντεξε στο «μπρα ντε φερ» με το δικό του.

Και τώρα που αποφάσισα γιατρός να γίνω, ειδικός με γνώσεις και άλλα τέτοια, μου είπανε πως στην ουρά πρέπει να σταθώ, εκτός και αν ο «μπάρμπας» μου γνωριμίες πολύτιμες έχει φτιάξει, και αμελλητί με βάλει σε θέση καμωμένη μόνο για την αφεντομουτσουνάρα μου. Ψέλλισα κάποτε κάτι για εξετάσεις αδιάβλητες σε έναν υπουργό που μας έκανε την τιμή να μας επισκεφτεί επί το έργον στα επείγοντα, και αυτός μου χαμογέλασε. Μάλλον δεν κατάλαβε ο ανόητος τι ακριβώς του έλεγα.

Συγγνώμη, για όλα αυτά τα χρόνια που έβλεπα τον συγγενή μου και τον φίλο μου να λαθροβιεί μες στην ασφάλεια του Δημοσίου, και δεν του απηύθηνα ποτέ μου μια παραίνεση να κάνει υπεύθυνα και σοβαρά τη δουλειά που του αναθέσανε.

Όπως κάποτε, που η γιαγιά μου η Σουλτάνα γυρνώντας από το ιατρείο του χωριού θλιμμένη για την ανάρμοστη συμπεριφορά του εκεί αγροτικού γιατρού, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε αυτολεξεί: Μην κάνεις ποτέ σου γιόκα μου καμιά γιαγιά να νιώσει τόσο άσχημα σαν χτυπήσει την πόρτα της δικής σου γνώσης. Και από τότε φροντίζω να τηρώ την παραίνεσή της τούτη.

Σε μια χώρα ενός εκατομμυρίου δημοσίων υπαλλήλων, που όλοι μας έχουμε έναν από αυτούς να περιφέρεται στους δρόμους της ζωής μας, δεν μας χρειάζονται ούτε νόμοι, ούτε διαγγέλματα υπουργών για να τους μάθουνε να κάνουν τη δουλειά τους. Μια απλή παραίνεση δική μας αρκεί για να τους αλλάξει.

Συγγνώμη, τέλος, για την εδώ και χρόνια νοοτροπία μου. Της αρπαχτής, της ευκολίας και της εντυπωσιακής βιτρίνας.

Συγγνώμη, που άφησα να με κάνουν σαν τα μούτρα τους οι νεόπλουτες κυράτσες των βορείων προαστίων και, συνεχώς, να ψάχνω τις πολύτιμες στιγμές της ευτυχίας, μέσα σε θλιβερούς εμπορικούς παράδεισους, ντιζαϊνάτες φίρμες, φτιαγμένες μες της ανέχειας τις ασιατικές τις φάμπρικες, ακριβοπληρωμένα αυτοκίνητα και άλλες λοιπές παρόμοιες ανοησίες. Έτσι με μάθανε, όμως, και μου είναι κομμάτι δύσκολο να τις πετάξω από εντός μου.

Το συγγνώμη το δικό μου σίγουρα δεν προσδοκώ να αλλάξει, ούτε κατ’ ελάχιστο, τον ρου της ιστορίας. Είναι τέτοια η δύναμη της ανωνυμίας του που θα το εξαφανίσει μονομιάς και ίχνη του μονάχα προσδοκώ να απομείνουν μέσα στις αράδες αυτού του ιστολογίου. Οι πολλές συγγνώμες, όμως, ίσως έχουν καλύτερη κατάληξη και οδηγήσουν κάπου.

Και το κυριότερο: Ίσως αναγκάσουν και τα ψοφοδεή της εξουσίας μας να σκύψουν το κεφάλι ντροπιασμένοι και να αποχωρήσουν, δίχως τιμές και χειροκρότημα, από της σκηνής τα φώτα. Εγώ, ως πολίτης, ένα συγγνώμη μπορώ να πω. Όχι όμως και δαύτοι…