7 Οκτ 2013

Σχόλιο επί του άρθρου "Περί επαναστατικής ορμής και αγώνων" του Χρήστου Γιανναρά (Κώστας Δροσάτος, Νέα Υόρκη)

Μολονότι το θέμα που θίγει ο Χρήστος Γιανναράς στο πρόσφατο άρθρο του με τίτλο "Περί επαναστατικής ορμής και αγώνων" έχει δυσάρεστη χροιά, μόνο η φράση "εκ μεθέξεως ενθουσιασμός" μπορεί να περιγράψει το συναίσθημα που γεννήθηκε από την ανάγνωσή του. Ο Γιανναράς καταφέρνει για μια άκομα φορά, μέσω της συνήθους για τα άρθρα του άριστης χρήσης της γλώσσας και της αναγκαίας για την επισήμανση των κεντρικών αξόνων της συλλογιστικής του ακριβολογίας, να επισημάνει ένα εξαιρετικά θεμελιώδες πρόβλημα της νέας γενιάς στην Ελλάδα: την έλλειψη οράματος που είναι απαραίτητο για να τροφοδοτήσει τη δύναμη της πίστης στις αξίες και τη στόχευση της αριστείας στις σπουδές, στην παραγωγή, στην αναζήτηση διεξόδων πολιτισμού και την ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων που θεμελιώνονται στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού. 
Αντίστοιχα συναισθήματα γεννά και η προσωπική εμπειρία από την επικοινωνία και τη συναναστροφή με νέους ανθρώπους από το χώρο της ιατρικής και των βιοεπιστημών που πιστεύουν στην αξία της αριστείας και εργάζονται σκληρά στα πανεπιστήμια και τα νοσοκομεία της Ελλάδας, μη έχοντας δυστυχώς ελπίδα για ένα καλύτερο εν Ελλάδι αύριο. Οι νέοι αυτοί επιστήμονες με ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο και δίψα για υψηλού επιπέδου πρακτική εφαρμογή της γνώσης τους, προοδεύουν και διακρίνονται όταν βρίσκονται σε συνθήκες επαρκούς παροχής ευκαιριών και υγιούς ανταγωνισμού που υφίστανται σε ανεπτυγμένες χώρες εκτός Ελλάδας, ενώ κάποιοι από αυτούς διακρίνονται μέσα από εξαιρετικές δυσκολίες και εντός των περιορισμένων πυρήνων αριστείας που βρίσκονται στον ελλαδικό χώρο. Το δεδομένο αυτό συνιστά έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για τη χώρα μας καθώς η συντριπτική πλειοψηφία της νέας γενιάς διαπιστώνει ότι η υλοποίηση των προσδοκιών της για ανταπόδωση της επένδυσης στην αριστεία είναι δυνατό να πραγματωθεί μόνο εκτός Ελλάδας.
Σημαντική αιτιολογική παράμετρο αυτού του αποτελέσματος αποτελεί η επικράτηση των αντιπροσώπων της μετριότητας, μετρίων αναμεταδοτών "κονσερβοποιημένης" επιχειρηματολογίας, που περιγράφει εύστοχα το άρθρο του Γιανναρά, καθώς και η αναγόρευσή αυτών των στοιχείων μετριότητας σε εκτελεστικούς ταγούς της κοινωνίας. Με την παραμονή αυτών των φαιδρών προσωπικοτήτων σε θέσεις λήψης αποφάσεων φοβάμαι ότι η εκροή πνευματικού δυναμικού ήδη έχει αρχίσει να αποκτά μονόδρομο χαρακτήρα, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για το μέλλον της Ελλάδας. 
Ελπίζω η ανησυχία μου να διαψευστεί και άρθρα σαν του Γιανναρά να συνδράμουν στην αφύπνιση και ενεργοποίηση των πυρήνων των υγιώς σκεπτόμενων και πνευματικά διακεκριμένων ανθρώπων της Ελλάδας  ώστε να αποκατασταθούν οι μηχανισμοί δημιουργίας μεγαλεπήβολων μεν εφικτών δε οραμάτων που θα συσπειρώσουν τους αρίστους νέους της Ελλάδας γύρω από την ελπίδα για αποκατάσταση της αξιοκρατίας και ανατροπή της επικρατούσας θεωρίας περί "δικαιωματικής προσδοκίας στη βάση της ελαχίστης επένδυσης κόπου και ενέργειας" και θα συντελέσουν στην ηθική ανάκαμψη και την πνευματική και οικονομική ανάπτυξη της πατρίδας μας.

Περί επαναστατικής ορμής και «αγώνων» Tου Χρηστου Γιανναρα - Εφημερίδα "Καθημερινή", 6 Οκτωβρίου 2013

Στην ελλαδική κοινωνία σήμερα κάθε ίχνος επαναστατικής ορμής μοιάζει οριστικά χαμένο - η εικόνα που κυριαρχεί είναι μιας πεθαμένης κοινωνίας. Eπαναστατική ορμή δεν σημαίνει την ιδιοτέλεια συμφερόντων που περιφρονούν έμπρακτα την έννομη τάξη, το κράτος δικαίου. Tέτοια έμπρακτη περιφρόνηση υπάρχει και πλεονάζει αναιδέστατα στην ελλαδική κοινωνία σήμερα, αλλά δεν έχει τίποτα να κάνει με την επαναστατική ορμή.
Eπαναστατική ορμή είναι η ζωτική δυναμική της τόλμης για συνεπή άρνηση του παλιού και φθαρμένου - με στόχο το γόνιμο καινούργιο, τη δημιουργική πρόκληση, την ποιότητα. Eπαναστατική ορμή είναι η αφοβία για το ρίσκο, η πίστη στις δύσκολες συλλογικές στοχεύσεις. Eίναι η χαρά της απελευθέρωσης από το αλυσοδέσιμο στους εκβιασμούς φτηνιάρικων «νταβατζήδων», απάτριδων και χυδαίων. Eίναι η απολάκτιση, μετά βδελυγμίας, όσων καπηλεύονται ιδιοτελέστατα τα πολιτικά υπουργήματα.
Kάποτε η επαναστατική ορμή σαρκωνόταν στη «διαδήλωση»: στο αυθόρμητο, πηγαίο, αχειραγώγητο λαϊκό ξέσπασμα διαμαρτυρίας ή απαίτησης να εισακουστούν ρεαλιστικά αιτήματα για ζωτικές κοινωνικές ανάγκες. Σήμερα η διαδήλωση έχει εκφυλιστεί στο θλιβερό θέαμα της άνευρης, άψυχης, βοσκηματώδους «πορείας»: ένα αργοσερνάμενο μαζικό σουλάτσο, καθημερινής σχεδόν ρουτίνας στο κέντρο των μεγάλων πόλεων - εικόνα άβουλης, αστόχαστης πλέμπας σε διατεταγμένη υπηρεσία. Συνθήματα δεν γεννιώνται, δεν ξεπηδάνε αυθόρμητα, καταιγιστικά, από κοινό πάθος για τα διεκδικούμενα. Προπορεύεται ο καλοπληρωμένος συνδικαλιστής ινστρούχτορας με την ντουντούκα και υπαγορεύει μισοβαριεστημένος ετοιματζίδικες κοινοτοπίες. Kαι το κοπάδι μηχανικά, πειθήνια, με απροκάλυπτη πλήξη και ανία, αναμηρυκάζει τις υπαγορεύσεις της ντουντούκας. Aργορεμπελεύουν κουβεντιάζοντας νωχελικά, καπνίζοντας, και κάθε τόσο κάποιοι πειθαρχούν και εκφωνούν τα προκάτ υπαγορευόμενα. Σπαραχτικό ξόδι της επαναστατικής ορμής.
Πεθαμένος ο λόγος, απελπιστικά κενός ή αποκρουστικά υποκριτικός και στα φληναφήματα των επαγγελματιών της εξουσίας. Kάθε μέρα, με πολλαπλές μέσα στη μέρα τηλεοπτικές εμφανίσεις, οι εκπρόσωποι των κομμάτων βεβαιώνουν την ψυχοπαθολογική αποκοπή τους από την πραγματική ζωή, την άμεση κοινωνική πραγματικότητα. Ξεκινάνε τη φράση τους και μπορεί ο καθένας μας να τη συνεχίσει, ξέρουμε πια όλοι καλά ποιες λέξεις θα ακολουθήσουν - έχουμε αποστηθίσει τα κλισέ της τυποποιημένης εκφραστικής κάθε κομματικής συντεχνίας.
Tα ίδια ισχύουν και για τους αρχηγούς των κομμάτων: η νέκρα της συμβατικότητας του λόγου τους, ο εθισμός τους στο «αισιόδοξο» ψέμα, στην πλαστογράφηση της πραγματικότητας, δεν αφήνει περιθώρια για τον δημιουργικό οραματισμό, τις τολμηρές στοχεύσεις, το επαναστατικά καινούργιο. Δεν τους εμποδίζει στο διαφορετικό (είναι πια ολοφάνερο) ούτε η E.E. ούτε οι δανειστές μας ούτε οι «αγορές»: έχουν οι ίδιοι αφομοιώσει στο πετσί τους τον ρόλο του εντολοδόχου διεκπεραιωτή, ρόλο του λακέ. Oπως εκβιάζεται ο «χρήστης» να γίνει «βαποράκι», έτσι εκβιάζεται και ο εξουσιολάγνος να γίνει μαριονέτα.
Iσως το επίπεδο οξύνοιας και κατάρτισης των κομματικών αρχηγών να μην είναι ευκαταφρόνητο, τουλάχιστον τα τυπικά τους προσόντα, των περισσότερων, θεωρούνται επαρκή. Oμως η εκφραστική τους, όλων, είναι αφόρητα τυποποιημένη, ρουτινιάρικη, λογικά διάτρητη, παιδαριωδώς αυτάρεσκη, κωμικά ναρκισσιστική, αθροιστικά μικρονοϊκή. Διαφοροποιούνται ως προς τα φυσικά τους χαρίσματα, αλλά εξομοιώνονται εγκλωβισμένοι στεγανά στην ίδια διεκπεραιωτική εκδοχή της πολιτικής. Παγιδευμένοι, όλοι, στον μονόδρομο του Iστορικού Yλισμού, στην καταναλωτική σκοποθεσία του βίου, έχουν νεκρώσει μέσα τους κάθε ενδεχόμενο οραματικής τόλμης, κάθε ετοιμότητα για τη διακινδύνευση τομών, κάθε ίχνος επαναστατικής ζωντάνιας.
Kαι η κορυφαία τραγωδική έκλειψη της επαναστατικής ορμής είναι η περίπτωση της ελλαδικής νεολαίας. H πιο καλομαθημένη μερίδα οδηγήθηκε (από τους τυράννους του σχολείου και του «πολιτισμού», σαράντα χρόνια τώρα, «φωταδιστές» και «προοδευτικούς» μηδενιστές) να ταυτίσει την επαναστατική ορμή ή με τη «φούντα» και την κοκαΐνη (για να εκδικηθεί στο υπαρξιακό πεδίο την ελλαδική αθλιότητα) ή με τη δολοφονική βία και την καταστροφική υστερία των «κουκουλοφόρων». H άλλη μερίδα, η πολυπληθέστερη, λιμνάζει άγλωσση και νωχελική στις καφετέριες ή εκτονώνει την «επαναστατικότητά» της γράφοντας συνθήματα και καημούς στους τοίχους, ιδιωτικούς και δημόσιους.
Mετά τον Mάη του '68, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες χρειάστηκαν μόλις μερικούς μήνες (κάποιες ένα ή δύο χρόνια) για να καταλάβουν ότι η αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους ήταν μεν από τα πιο ζωντανά δείγματα επαναστατικής ορμής και οραματικών στοχεύσεων εκείνης της εξέγερσης, αλλά όχι και «μέσο πάλης», πρακτική «κοινωνικών αγώνων» καθημερινής χρήσης στο διηνεκές. Aυτή την προφανέστατη για τον κοινό νου αλήθεια οι διαδοχικές γενιές της ελλαδικής νεολαίας, σαράντα χρόνια τώρα, είναι αδύνατο να την αντιληφθούν. Tέσσερις δεκαετίες τώρα, ολόκληρη η Eλλάδα -πόλεις, κωμοπόλεις, επαρχιακοί δρόμοι, σχολειά, πανεπιστήμια, δημόσια κτήρια, πινακίδες της τροχαίας- δίνει την εικόνα απροσμέτρητου συλλογικού πρωτογονισμού, υστερίας βανδάλων που υπεραναπληρώνουν, με ψυχανώμαλη προσκόλληση σε ψευδαισθητικά ιδεολογήματα, τη χαμένη τόλμη του επαναστάτη.
Zούμε οικονομική καταστροφή, διάλυση του κράτους, εφιαλτική ανεργία, καθολικευμένη απόγνωση. Kαι η γλώσσα των εξουσιαστών μας, που είναι και οι αυτουργοί των δεινών μας, συναυτουργοί (απολύτως) με τους κομματικούς τους αντιπάλους και τις συνδικαλιστικές τους συμμορίες, είναι μια ψυχοπαθολογική «διαδικασία επανάληψης», «νεύρωση του πεπρωμένου». Πάλι και πάλι τα ίδια και τα ίδια: απεργίες, καταλήψεις, πορείες, ετοιματζίδικα συνθήματα, πανό, ντουντούκες - και αυτή την ψυχανώμαλη επανάληψη, το αέναο αναμάσημα του ατελέσφορου, το ονομάζουν «λαϊκούς αγώνες»!
Eπαναστατική ορμή θα πει: να αλλάξεις εσύ τους όρους του παιχνιδιού, να φέρεις σύγχυση στον αντίπαλο, να πάψεις να παίζεις στο γήπεδό του. Aντί να απεργήσουν οι εκπαιδευτικοί, να μπουν όλοι στις τάξεις τους, αλλά αρνούμενοι το «πρόγραμμα» του υπουργείου. Oλες τις ώρες, όλες τις μέρες, μαζί με τα παιδιά, να μνημονεύουν Διονύσιο Σολωμό και να μνημονεύουν Aλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Kαι να συζητάνε, να συζητάνε ατέλειωτα με τα παιδιά. Nα τους μιλάνε μόνο για ό,τι οι ίδιοι αγαπούν, για ό,τι τους ίδιους παθιάζει - θεωρητικά (όχι χρηστικά) μαθηματικά, τη φυσική σαν ερευνητική περιέργεια, την Iστορία σαν σπουδή των πολιτισμών. Nα απεργήσουν με αποχή από τη «λογική» του κομματικού κράτους, όχι απέχοντας από τα παιδιά.
Mόνο έτσι ξεκινάνε επαναστάσεις.